- οψείω
- ὀψείω (Α)(ως εφετικό τού ορώ) επιθυμώ, θέλω να δω.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀπ- τού ὄπωπα* + εφετική κατάλ. -(σ)είω (πρβλ. πολεμη-σείω, ναυμαχη-σείω). Η άποψη ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από τη φρ. ὄψει ἰόντες δεν φαίνεται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.